πανευγενεστάτη — πανευγενής most noble fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευγενεστάτῳ — πανευγενής most noble masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευγενέστατε — πανευγενής most noble masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευγενέστατοι — πανευγενής most noble masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευγενῶν — πανευγενής most noble masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεύγενος — ον, Μ πανευγενής* («καὶ αὖθις τὸν πανεύγενον καὶ πάγκαλον υἱόν μου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανευγενής, κατά τα επίθ. σε ος, ον (πρβλ. ατυχής: άτυχος)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek