πανευγενής

πανευγενής
-ές, Μ
1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.)
2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος
τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ... βασιλείας», Καισάρ. Δαπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εὐγενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανευγενεστάτη — πανευγενής most noble fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενεστάτῳ — πανευγενής most noble masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενέστατε — πανευγενής most noble masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενέστατοι — πανευγενής most noble masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενῶν — πανευγενής most noble masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεύγενος — ον, Μ πανευγενής* («καὶ αὖθις τὸν πανεύγενον καὶ πάγκαλον υἱόν μου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανευγενής, κατά τα επίθ. σε ος, ον (πρβλ. ατυχής: άτυχος)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”